ανάρρινον — ἀνάρρινον, το (Α) [ρις] 1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο 2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη) 3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα … Dictionary of Greek
ἀνάρρινον — nose smart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)